κυανοῖ

κυανοῖ
κυάνεος
made of
masc nom/voc pl (attic epic)
κυανέω
to be dark in colour
pres opt act 3rd sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κύανοι — κύανος dark blue enamel masc nom/voc pl κύανος dark blue enamel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βένετοι — Μία από τις δύο αντίπαλες φατρίες στις αρματοδρομίες του ιπποδρόμου στο Βυζάντιο. Οι B. λέγονταν και Κυανοί ή Γαλάζιοι και οι αντίπαλοί τους Πράσινοι. Οι ονομασίες αυτές οφείλονταν στο χρώμα της στολής των αρματοδρόμων. Παράλληλα, Β. και Πράσινοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”